- ποδαλγία
- ποδ-αλγία, ἡ, Fußschmerz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδαλγία — ποδαλγίᾱ , ποδαλγία gout in the feet fem nom/voc/acc dual ποδαλγίᾱ , ποδαλγία gout in the feet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ποδαλγίᾱ , ποδαλγιάω pres imperat act 2nd sg ποδαλγίᾱ , ποδαλγιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγίᾳ — ποδαλγίᾱͅ , ποδαλγία gout in the feet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγία — ἡ, Α [ποδαλγής] η ποδάγρα … Dictionary of Greek
ποδαλγίας — ποδαλγίᾱς , ποδαλγία gout in the feet fem acc pl ποδαλγίᾱς , ποδαλγία gout in the feet fem gen sg (attic doric aeolic) ποδαλγίᾱς , ποδαλγιάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγίαν — ποδαλγίᾱν , ποδαλγία gout in the feet fem acc sg (attic doric aeolic) ποδαλγίᾱν , ποδαλγιάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ποδαλγίᾱν , ποδαλγιάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγίαι — ποδαλγίᾱͅ , ποδαλγία gout in the feet fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδαλγίαις — ποδαλγία gout in the feet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоболѣньѥ — МЪНОГОБОЛѢНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Мучительное, тяжелое страдание, недуг: мч҃тльство же тѣлу оц҃ь болѣзнь гл҃ть. многоболѣнье бо то бѣ. еже раздрѣшити моли(т). ˫ако скланѧюща его. обѣщае(т) же б҃ослове(ц) по ошествии жи(т)˫а. достоино ѹлучити своего… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία … Dictionary of Greek
ποδάλγη — ἡ, Α η ποδάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ποδαλγία, κατά τα θηλ. σε η] … Dictionary of Greek
ποδαλγικός — ή, όν, Α [ποδαλγής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποδαλγία, στην ποδάγρα 2. αυτός που πάσχει από ποδάγρα … Dictionary of Greek